ακυριολεξία

ακυριολεξία
η
η ακυρολεξία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφαλμένος τ. αντί τού ορθού ακυρολεξία* (η χρήση άκυρου, μη έγκυρου, λανθασμένου λεξιλογικού τύπου) από παρετυμολογική επίδραση τού κυριολεξία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακυρολεξία — η (λάθος το ακυριολεξία), και ακυρολογία, η η χρήση λέξης ή φράσης ακατάλληλης, δηλ. με σημασία διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει: Η ακυρολεξία δείχνει εκφραστική αδυναμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”